ολιγορ(ρ)ημοσύνη

ολιγορ(ρ)ημοσύνη
ὀλιγορ(ρ)ημοσύνη, ἡ (Α)
το να λέει κάποιος λίγα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -ρ(ρ)ημοσύνη, μέσω αμάρτυρου τ. *ολιγορρήμων (πρβλ. μεγαλο-ρρημοσύνη)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”